- ισαριθμώ
- ἰσαριθμῶ, -έω (Μ) [ισάριθμος]είμαι ισάριθμος, είμαι ίσος κατά τον αριθμό («στρατόν ἰσαριθμοῡντα ψάμμῳ τῇ θαλασσίᾳ»«, Τζέτζ.).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰσαρίθμῳ — ἰσάριθμος equal in number with masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αριθμώ — (AM ἀριθμῶ, έω) απαριθμώ, μετρώ, υπολογίζω νεοελλ. 1. καθορίζω, χαρακτηρίζω κάτι με αριθμό 2. (για ομάδα ή σύνολο) περιλαμβάνω 3. υπολογίζω κατά προσέγγιση αρχ. 1. υπολογίζω τα χρέη μου, πληρώνω 2. θεωρώ, νομίζω 3. παθ. συγκαταλέγομαι,… … Dictionary of Greek